- παθογενεσία
- ηιατρ. το σύνολο τών σημείων και συμπτωμάτων τα οποία προκαλούνται σε ένα υγιές άτομο από ουσία οργανική, μεταλλική ή φυτική ή από θεραπευτική εφαρμογή τών ουσιών αυτών σε ομοιοπαθητική δόση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pathogenesie (< πάθος + γένεση)].
Dictionary of Greek. 2013.